ξενοδουλευτής

ξενοδουλευτής
başkası için çalışan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξενοδουλευτής — ο, θηλ. ξενοδουλεύτρα [ξενοδουλεύω] 1. αυτός που ξενοδουλεύει, που ζει από την εργασία του σε ξένους εργοδότες 2. το θηλ. γυναίκα που προσφέρει με αμοιβή την εργασία της σε ξένα σπίτια, παραδουλεύτρα …   Dictionary of Greek

  • ξενοδουλευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που δουλεύει σε ξένες δουλειές, αλλ. μεροκαματιάρης: Κάνει την ξενοδουλεύτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”